Οι 9 κανόνες του επαγγελματικού στοιχήματος

1. Παίζουμε μόνο αγώνες πρωταθλήματος, μετά την 5η αγωνιστική και πριν τις 4 τελευταίες αγωνιστικές. Οχι κύπελλα, ευρωπαϊκά ματς, όχι φιλικά και αγώνες εθνικών ομάδων.


2. Παίζουμε μόνο άσους, διπλά, under ή over σε μονά παιχνίδια.


3. Παίζουμε άσους και διπλά με κριτήριο:


ρεκόρ Ν-Ι-Η γενικά και έδρας
φόρμα
απουσίες
ψυχολογία και κίνητρο.

4. Παίζουμε under ή over με κριτήριο:


ρεκόρ γκολ και U-O γενικά και έδρας
ρεκόρ γκολ και U-O στα τελευταία έξι ματς
απουσίες
τακτική ομάδων στο συγκεκριμένο ματς

5. Παίζουμε μόνο σημεία που θεωρούμε ότι έχουν τουλάχιστον 50% πιθανότητα να βγουν.


6. Παίζουμε σημεία με απόδοση πάνω από 1,43.


7. Παίζουμε σημεία στα οποία η προσφερόμενη απόδοση είναι ίση ή μεγαλύτερη από αυτήν που θα δίναμε εμείς στο σημείο αυτό.


8. Παίζουμε σε περιόδους των 86 αγώνων, με σταθερό ποντάρισμα, που είναι 5% του αρχικού μας κεφαλαίου. Μόλις τελείωσει η περίοδος, προσαρμόζουμε το ποντάρισμά μας στο 5% του νέου κεφαλαίου που θα έχει προκύψει.


9. Αν έχουμε ποσοστό επιτυχίας 62% και μέση απόδοση κερδισμένου στοιχήματος 1,80, θα έχουμε κέρδος το 50% του αρχικού μας κεφαλαίου στο τέλος κάθε περιόδου.

Σύστημα πονταρίσματος ( Απόδοση * Ποσοστό επιτυχίας > 1 )

Πόσα παιχνίδια παίζουμε σε κάθε ποντάρισμα;


Με βάση το παραπάνω ποσοστό (55%), το να κερδίσουμε μια τριάδα αγώνων που παίζουμε παρολί είναι 16,6%, δηλαδή στην περίπτωση που είμαστε καλοί στο στοίχημα, δεν θα κερδίζουμε πάνω από 1,5 δελτίο στα 10 που θα παίζουμε (σε τριάδες).


Επομένως, θα πρέπει να παίζουμε είτε π.χ. τριάδες με απόδοση πάνω από 5,00 για να βγάζουμε κέρδος, πράγμα δύσκολο, είτε μονά αποδεκτά με απόδοση πάνω από 1,80, το οποίο έχει αποδειχτεί πιο εφικτό.


Πόσα ποντάρουμε;


Με βάση επίσης το ποσοστό του 55%, είναι πολύ πιθανό να χάσουμε επτά συνεχόμενα παιχνίδια (ή και παραπάνω), κατά τη διάρκεια μιας στοιχηματικής σεζόν.


Επομένως, πρέπει να ποντάρουμε σε κάθε παιχνίδι τόσα χρήματα, έτσι ώστε όχι μόνο να μην οδηγηθούμε σε προσωπική οικονομική καταστροφή σε μια άσχημη περίοδο, αλλά ώστε να εξασφαλίσουμε την συνέχιση του παιχνιδιού μας ακόμα και σε μια περίοδο που το ποσοστό επιτυχίας μας δεν είναι το προσδοκώμενο.


Ποια η σχέση ποσοστού επιτυχίας – μέσης απόδοσης;


Ποσοστό επιτυχίας είναι το ποσοστό των στοιχημάτων που «πιάνουμε» σε μια μακροχρόνια βάση (minimum 100 αγώνες).


Μέση απόδοση είναιο μέσος όρος των αποδόσεων που δίνουν αυτοί οι κερδισμένοι αγώνες.


Αν η μέση απόδοσή μας είναι 1,8 και το ποσοστό επιτυχίας μας είναι 60% (με ποντάρισμα 1 €), τότε σημαίνει ότι παίζοντας 10 αγώνες, ξοδεύουμε 1€*10 αγώνες = 10 € και έχουμε έσοδα 6αγώνες*1,8 απόδοση=10,80 €. Αρα έχουμε κέρδος 10,80€-10€=0,80€.


Δηλαδή:


στοιχήματα
ποντάρισμα
απόδοση
κέρδος
6
6,00
1,80
10,80
4
4,00
1,80
0
10
10,00
--
10,80


Εσοδα – Εσοδα = 10,80 = 10,00 = 0,80€


Αρα κερδίζουμε 80 λεπτά στα δέκα ευρώ, ή για να το γενικεύσουμε 8% του πονταρίσματος ανά στοίχημα.
Αν λοιπόν το επιτυγχάνουμε αυτό (δηλαδή ποσοστό επιτυχίας 60% και μέση απόδοση κερδισμένων στοιχημάτων 1,80) θα κερδίζουμε το 8% της στοιχηματικής μας μονάδας.


Εύκολα γίνεται αντιληπτό ότι σε περίπτωση που η στοιχηματική μας μονάδα αντί για 1€ είναι 100€, το κέρδος μας ανά στοίχημα θα είναι 8€ και στα 100 στοιχήματα 800€.


Ωστόσο, για να αποφύγουμε το να μείνουμε χωρίς κεφάλαιο σε μια (διόλου απίθανη) δύσκολη περίοδο (π.χ. με 5 χαμένα – 3 κερδισμένα – 5 χαμένα στοιχήματα), θα πρέπει να φροντίσουμε ώστε η στοιχηματική μας μονάδα να είναι το πολύ το 5% του κεφαλαίου μας (π.χ. αν το κεφάλαιό μας είναι 300€, η στοιχηματική μας μονάδα θα πρέπει να είναι 15€), ώστε να έχουμε ένα περιθώριο 20 χαμένων στοιχημάτων παραπάνω από τα κερδισμένα μας.


Σύστημα πονταρίσματος


Το σύστημα πονταρίσματός μας επομένως είναι:


Ποντάρισμα του 5% του αρχικού μας κεφαλαίου σε στοίχημα με ΕΝΑΝ αγώνα.


Παρακολουθώντας τα αποτελέσματα και τη μέση απόδοσή μας, πρέπει να ισχύει ο παρακάτω τύπος:


Μέση απόδοση * Ποσοστό επιτυχίας > 1


Το να πετύχουμε επαρκή μέση απόδοση και επαρκές ποσοστό επιτυχίας ώστε ο πολλαπλασιασμός τους να βγάζει πάνω από 1 δεν είναι καθόλου απίθανο.


ΠΡΟΣΟΧΗ: Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να παίζουμε σώνει και καλά μεγάλες απόδόσεις. Το ποιους αγώνες θα παίξουμε και σε ποιες αποδόσεις είναι κάτι που αναλύουμε σε άλλο άρθρο.


Από την εμπερία μας, είναι ασφαλές να πούμε ότι αν παίζουμε με βάση το πόσο δίκαιη μας φαίνεται μια απόδοση (με minimum το 1,45) και παίζοντας πάντα σημεία στα οποία δίνουμε τουλάχιστον 50% πιθανότητα με βάση την κρίση μας (εξηγείται σε άλλο κεφάλαιο το ποιοι παράγοντες θα μας οδηγήσουν σε αυτό το νούμερο), ο συνδυασμός ενός ποσοστού επιτυχίας 60% και μιας μέσης απόδοσης 1,80 (που μας δίνει κέρδος ανά ποντάρισμα 8%) είναι παραπάνω από εφικτός.

Πότε θεωρούμαι «καλός στις προβλέψεις»;

Η πρόβλεψη της έκβασης ενός ποδοσφαιρικού αγώνα είναι μια υπόθεση ιδιαίτερα δύσκολη ακόμα και για τον προπονητή της αγωνιζόμενης ομάδας. Πόσο μάλλον για τους περισσότερους από εμάς, που έχουμε μια (αν όχι ανύπαρκτη) επιφανειακή σχέση με το άθλημα και τα μυστικά του.


Οι πληροφορίες που μπορεί να έχουμε για έναν προγραμματισμένο αγώνα από τα ρεπορτάζ π.χ. των στοιχηματικών εφημερίδων ή σάιτ δεν θα είναι πάντα 100% ακριβείς ή πλήρεις.


Διάφορα γεγονότα που μπορεί να συμβούν στους 22 παίκτες, τους προπονητές, τους διαιτητές ή το κοινό κατά τη διάρκεια ή λίγο πριν την έναρξη ενός αγώνα, μπορούν αν ανατρέψουν όλα τα λογικά δεδομένα που ίσχυαν πέντε λεπτά πριν.


Επομένως, ένα ποσοστό επιτυχίας πάνω από 55-70% στο ποδοσφαιρικό στοίχημα θα πρέπει να θεωρείται ιδιαίτερα υψηλό.

Το «επαγγελματικό στοίχημα»

Γιατί παίζουμε στοίχημα;


Αν παίζετε στοίχημα γιατί σας αρέσει να βλέπετε αγώνες ποδοσφαίρου αυξάνοντας έτσι το ενδιαφέρον τους, τότε το παρόν άρθρο δεν σας αφορά.


Αν παίζετε για να ρεφάρετε τα χαμένα χρήματα της προηγούμενης Κυριακής, αυτό το άρθρο θα σας είναι αδιάφορο.


Αν παίζετε για να κερδίσετε μέσα στον επόμενο μήνα χρήματα για να πάρετε καινούριο αμάξι, πατήστε Alt + F4…


Αν όμως θεωρείτε ότι με μεθοδικότητα, ψυχραιμία και υπομονή, μπορείτε σε βάθος χρόνου να βγάζετε ένα επαρκές για την επιβίωσή σας (ίσως και παραπάνω) μηνιάτικο, τότε κινούμαστε στα ίδια νερά και ίσως αυτό το blog να σας ενδιαφέρει.


Τι σημαίνει «επαγγελματικό στοίχημα»;


Το «επαγγελματικό» στοίχημα, σημαίνει ότι χωρίς να υπερενθουσιαζόμαστε στις νίκες και να γινόμαστε υπερσυντηρητικοί στις αποτυχίες, επιδιώκουμε να επενδύσουμε ένα όχι πολύ μεγάλο αρχικό κεφάλαιο, το οποίο αργά αλλά αρκετά σταθερά θα μπορέσει όχι μόνο να μην εξατμιστεί, αλλά να σε βάθος χρόνου (12 ή 24 μήνες) να μας αποφέρει ένα μηνιαίο έσοδο που θα άλλαζε αισθητά το επίπεδο της διαβίωσής μας.

Πώς επιλέγουμε αγώνες και σημεία;

Τι αγώνες παίζουμε;


Παίζουμε αγώνες που μπορούν να στηριχθούν ως ένα σημείο στα προηγούμενα αποτελέσματα της ομάδας. Η μελέτη των προηγούμενων αγώνων μπορεί να μας συμβουλέψει για τη φόρμα της ομάδας, τη δύναμη της έδρας (ή την δύναμη της ομάδας στα εκτός έδρας), τον αριθμό των γκολ που πετυχαίνει και δέχεται.


Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι παίζουμε μόνο αγώνες πρωταθλήματος (όχι κύπελλα, λιγκ καπ, ευρωπαϊκούς, φιλικά, πλεϊ οφ, εθνικές ομάδες κλπ.). Αυτοί οι αγώνες διεξάγονται σχεδόν σε τακτική βάση (συνήθως κάθε εβδομάδα), δίνοντας μας την ευκαιρία να «προβλέψουμε» με ικανοποιητικά ποσοστά επιτυχίας το αποτέλεσμα. Αντίθετα, τα ευρωπαϊκά ματς, που είναι λίγο-πολύ νοκ άουτ (ακόμα και όταν μιλάμε για ομίλους), οι αγώνες κυπέλλου και λιγκ καπ είναι πολύ πιο απρόβλεπτοι στατιστικά, ενώ πολλές φορές το κίνητρο μπορεί να μας είναι άγνωστο.


Για τον ίδιο λόγο δεν παίζουμε αγώνες πρωταθλήματος τις πρώτες 4-6 αγωνιστικές (που οι ομάδες δεν μας δίνουν επαρκή στατιστικά στοιχεία και δεν είναι και «ώριμες» αγωνιστικά, εκπλήσσοντας πολλές φορές και τους ίδιους τους προπονητές τους) αλλά και τις τελευταίες 4 αγωνιστικές του πρωταθλήματος (όπου πολλές φορές το μονόπλευρο κίνητρο μπορεί να γίνει άγχος και να γυρίσει εύκολα μπούμερανγκ, ενώ χάνεται συνήθως κάθε έννοια πρόβλεψης των under-over).


Συμπερασματικά, παίζουμε ΜΟΝΟ αγώνες πρψταθλήματος, ΜΟΝΟ μετά την 5η-6η αγωνιστική και ΜΟΝΟ μέχρι να φτάσουμε στις 4 τελευταίες αγωνιστικές.


Τι σημεία ποντάρουμε;


Ποντάρουμε σε άσους ή διπλά ανάλογα με:


Την φόρμα και την απόδοση της ομάδας στα τελευταία 4-6 ματς (με ιδιαίτερη βαρύτητα φυσικά στα τελευταία 2),
Την επίδοση της ομάδας εντός έδρας (αν παίζουμε άσο) ή εκτός έδρας (αν παίζουμε διπλό)


Την ψυχολογία της ομάδας (κίνητρο, καλό κλίμα λόγω αγωνιστικών ή μη αιτιών, όπως οικονομική κατάσταση, στήριξη από τους οπαδούς, σχέσεις των παικτών μεταξύ τους)


Τις απουσίες που έχει (ή δεν έχει η ομάδα) και πόσο σημαντικές είναι αυτές για τη λειτουργία της.


και με απαραίτητη προϋπόθεση ότι η αντίπαλη ομάδα συνηγορεί σε ήττα (κακή φόρμα, κακή επίδοση εντός ή εκτός έδρας, απουσίες, μικρό κίνητρο ή κακό κλίμα).


Το πόση βαρύτητα έχει κάθε ένας από τους παραπάνω τομείς αξιολόγησης, δεν μπορεί να ειπωθεί οικουμενικά. Σε κάθε παιχνίδι, ο παίκτης είναι αυτός που κρίνει για τον εαυτό του ότι π.χ. η αντίθετη φόρμα των ομάδων είναι ένα στοιχείο πολύ σημαντικό ή όχι. Σε κάθε περίπτωση, καλό είναι να υπάρχει μεγάλο πλεονέκτημα υπέρ της μιας ομάδας σε δύο ή παραπάνω από τους προαναφερθέντες τομείς (και φυσικά το πλεονέκτημα αυτό να μην αναιρείται από τους υπόλοιπους).


Οσο μεγαλύτερες αντιθέσεις κρίνουμε ότι υπάρχουν μεταξύ των δύο ομάδων σε 2 ή περισσότερους από αυτούς τους τομείς, τόσο πιο «ασφαλές» είναι το ποντάρισμά μας στον διαφαινόμενο «άσο» ή «διπλό».


Ποντάρουμε σε under ή over ανάλογα με:


1. Τη στατιστική των under-over μέχρι τώρα στο πρωτάθλημα, και ειδικότερα στα εντός έδρας (για τη γηπεδούχο) και στα εκτός έδρας (για τη φιλοξενούμενη). Ενα ρεκόρ 8-2 under εντός έδρας για τη γηπεδούχο και 9-1 under εκτός έδρας για τη φιλοξενούμενη, κλίνει τη σκέψη μας σε μεγάλο βαθμό προς το under.


2. Τη στατιστική των γκολ (υπέρ και κατά) μέχρι τώρα στο πρωτάθλημα, και ειδικότερα στα εντός έδρας (για τη γηπεδούχο) και στα εκτός έδρας (για τη φιλοξενούμενη). Αν ο μέσος όρος των γκολ της γηπεδούχου είναι πάνω από 3 ανά αγώνα (π.χ. 19-16 σε 10 εντός έδρας αγώνες, δηλ. 35/10=3,5 γκολ ανά αγώνα), είναι ένα καλό κριτήριο προς το over (το ίδιο και για τη φλοξενούμενη ομάδα στα εκτός έδρας γκολ). Αναλογα, αν ο μέσος όρος των γκολ της γηπεδούχου είναι κάτω από 2 ανά αγώνα (π.χ. 10-8 σε 10 εντός έδρας αγώνες, δηλ. 18/10=1,8 γκολ ανά αγώνα), είναι ένα καλό κριτήριο προς το under (το ίδιο και για τη φλοξενούμενη ομάδα στα εκτός έδρας γκολ).


3. Τη στατιστική των under-over στα τελευταία έξι ματς (με τον ίδιο τρόπο που αναλύσαμε παραπάνω και με ιδιαίτερη βαρύτητα στα τελευταία τρία ματς).


4. Τη στατιστική των γκολ στα τελευταία έξι ματς (με τον ίδιο τρόπο που αναλύσαμε παραπάνω, 18+ γκολ στα τελευταία έξι ματς μας οδηγούν προς το over, 12- γκολ στα τελευταία έξι μαατς μας οδηγούν στο under).
5. Τις απουσίες που πιθανόν να έχουν οι δύο ομάδες (βασικοί γκολκίπερ, βασικοί αμυντικοί, μεσοεπιθετικοί ή επιθετικοί).


6. Πιθανές πληροφορίες για την τακτική που θα ακολουθήσει η ομάδα στο συγκεκριμένο ματς (δηλώσεις προπονητή, αγωνιστικό ρεπορτάζ κλπ.).


Οσο μεγαλύτερες συμπτώσεις κρίνουμε ότι υπάρχουν μεταξύ των δύο ομάδων σε 2 ή περισσότερους από αυτούς τους τομείς, τόσο πιο «ασφαλές» είναι το ποντάρισμά μας στο διαφαινόμενο «under» ή «over».


Παράδειγμα, αν στον αγώνα που εξετάζουμε ΚΑΙ ΟΙ ΔΥΟ ομάδες εμφανίζουν μ.ο. γκολ (ανά έδρα) πάνω από 3 και έχουν ΚΑΙ ΟΙ ΔΥΟ καλά ποσοστά over (ανά έδρα) π.χ. 2-7 over η γηπεδούχος και 3-6 over η φιλοξενούμενη, τότε το over μοιάζει πιο «ασφαλής» επιλογή.


Πότε ξέρω ποιος άσος, διπλό, over ή under αξίζει να πονταριστεί;


Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να οδηγούν σε κάποιο σημείο τα δεδομένα και των δύο ομάδων. Αν δηλαδή η γηπεδούχος έχει 4,1 γκολ μέσο όρο στην έδρα της και η φιλοξενούμενη 1,8 γκολ μέσο όρο εκτός έδρας, τότε το ένα δεδομένο ουσιαστικά αναιρεί το άλλο, οδηγώντας μας σε NoBet.


Το ίδιο ισχύει και για τους «άσους» ή τα «διπλά», αν για παράδειγμα είναι η γηπεδούχος φορμαρισμένη αλλά η γηπεδούχος έχει ρεκόρ 13-2-0 (Ν-Ι-Η) στην έδρα της, τότε κανένα από τα δύο δεδομένα δεν είναι ικανό να μας οδηγήσει κάπου.


Αξιολογώντας τα δεδομένα στα παραπάνω κριτήρια, ΒΓΑΖΟΥΜΕ εμείς την ετυμηγορία μας για τη δίκαιη απόδοση ενός άσου ή ενός διπλού, που σκεφτόμαστε να παίξουμε. Μετά τσεκάρουμε αν η απόδοση αυτή προσφέρεται από τον μπουκ. Αν ναι, αξίζει να παίξουμε τον άσο ή το διπλό, αν όχι προσπερνάμε με ψυχρότητα το ματς. Το ίδιο συμβαίνει και στα under και over.


Το κατά πόσον κρίναμε σωστά την απόδοση που θέσαμε ως minimum για κάθε σημείο, μπορεί να μας το πει μόνο μακροπρόθεσμα το ποσοστό επιτυχίας μας.